Αέρας τρώει τα ρούχα μου κι ο ήλιος τα άρματά μου. Κι ένας μικρούλης έρωντας τρώει τα σωθικά μου.
Αλλοίμονο τα πράματα στον κόσμο πώς περνούνε. Άλλοι μερώνουν τα πουλιά κι άλλοι τα κυνηγούνε.
Αλλοίμονο φωθιά ‘φαγα και κάρβουνα κατάπια. Δε μου τη σβήσαν τη φωθιά, όσα νερά κι αν τάπια.
Α μ’ αγαπάς με την καρδιά, δείξε μου σημαδάκι. Όντε κρατούμε ‘ς το χωρό, σφίξε μου το χεράκι.
Αν μ’ αρνηθείς πουλάκι μου, του ήλιου μπλιό δε δείχνω. Στα σκοτεινά θα σφαλιχτώ να φέγγω με το λύχνο.
Ανάθεμα τη μάνα σου κι εμένα τη νενέ μου, που δεν μας επαντρεύουνε, σγουρέ βασιλικέ μου.
Ανάθεμα τη μάνα σου, που σ’ έμαθε να φαίνει κι όντε χτυπάς την πεταλιά, τον άνθρωπο λωλαίνεις.
Αν αποθάνω και με κλαις, χάρη δε σου γνωρίζω. Εδά το θέλω να το ιδώ, το πεθυμώ κι’ ορπίζω.
Αναστενάζω κι ο καπνός μαυρίζει μου τα ρούχα. Κι άλλη δε μου τα πλύνει μπλιό, σαν την αγάπη οπού’ χα.
Αντίκρυ μού ‘ρθες κι έκατσες, σαν ήλιος, σα φεγγάρι. Κι ερούφηξες το αίμα μου, σαν το ξερό σφουγγάρι.
Από μακριά να σε θωρώ, κοντά να μη σιμώνω. Την εμιλιά σου να γροικώ κι εκείνη σώνει μόνο.
Ήθελα να ‘μαι ανάσα σου, να μπω στα σωθικά σου, να δω για ποιο μαραίνονται τα φύλλα τση καρδιάς σου.
Ποτήρι η αγάπη σου κ’ είναι καημούς γεμάτο κι αν έχει και καμιά χαρά θα βρίχνεται στον πάτο.
Με ένα μπιστόλι παίξε μου, μη λυπηθείς τις σφαίρες, έτσι κι αλλιώς χωρίς εσέ είναι νεκρές οι μέρες.
Ποτέ μου δε σε σκέφτηκα και να μη νοιώσω πόνο, γιατί το ξέρω ώστε να ζω πως θα ‘σαι σκέψη μόνο.
Όπου κι αν είσαι μοναξιά μη νοιώσεις για δεν έχεις, είναι κι η σκέψη μου ετά, μόνο να την προσέχεις.
Έγραψα τη αγάπη μας στου φεγγαριού τ’ αλώνι και δε τη σβήνει ο χωρισμός δεν τη χαλούν οι χρόνοι.
Ο βήχας και ο έρωτας είναι κοινό σε κάτι... έχουν κι δυο για γιατρικό ένα ζεστό κρεβάτι.
Στσ’ αγγέλους επαράγγειλα την έννοια σου να έχουν, μα μου ‘παν πως οι άγγελοι, αγγέλους δεν προσέχουν.
Είσαι για μένα η χαρά, το νόημα του κόσμου, ζωή δε θέλω ούτε λεπτό χωρίς εσένα φως μου.
Εγώ τη βρήκα τη χαρά μέσα στα δυο σου μάτια κι ας τους άλλους να ψάχνουνε, σε πλούτη και παλάτια!
Μόνο την λέξη σ’ αγαπώ τα χείλη σου να πούνε όλου του κόσμου οι χαρές θα ‘ρθουνε να με βρούνε!
Αδύνατό ‘ναι να καεί, κερί και να μη στάξει, αγάπη να θεμελιωθεί, χωρίς ν’ αναστενάξει.
Γίνου κερά μου σύννεφο κι εγώ θα γίνω μπόρα να σμίγομε στον ουρανό δέκα φορές την ώρα.
Και του τσιγάρου ο καπνός εσένα σχηματίζει, φαντάσου πόσο σ’ αγαπά αυτός που το καπνίζει.
Κάνε τη Θεέ μου θάλασσα και μένα κάνε άμμο θέλει δε θέλει να ‘ρχεται στην αγκαλιά μου πάνω!
Θεέ μου και δίδε της χαρά να μην την δω να κλάψει και δίδε εμένα βάσανα που ‘χεις για κείνη γράψει!
Ήθελα να ‘μουν άρωμα που βάζεις στα μαλλιά σου σε κάθε σου αναπνοή να μπαίνω στην καρδιά σου!
Όπου κι αν πας να μην σκεφτείς πως είσαι μοναχή σου γιατί έχεις σύντροφο πιστό τη σκέψη μου μαζί σου.
Εχάραξα το σ’ αγαπώ στη πέτρα που δε σβήνει όντε ποθάνω να περνάς, να σου το λέει εκείνη.
Φεύγει και φεύγει η χαρά, και μόνο οι αναμνήσεις θα μου κρατούνε συντροφιά ίσαμε να γυρίσεις.
Αδιαφορώ για τις χαρές που μου ‘χε τάξει η μοίρα γιατί από την αγάπη σου, την πιο μεγάλη επήρα.
Κοιτώ ψηλά τα σύννεφα και σένα βλέπω πάλι χαμόγελα να μου σκορπάς στου ονείρου την αγκάλη.
Να ‘μουνα ήντα ν ‘μουνα, πιρούνι του σπιτιού σου να τρως μ’ αυτό, να γεύομαι τη γλύκα του φιλιού σου.
Σαν αγαπιούνται δυο καρδιές , πολλές χαρές θωρούνε, τσι πίκρες και τα βάσανα με θάρρος ξεπερνούνε.
Όπου κι αν γράψω σ’ αγαπώ, ποτέ δεν τελειώνει στο τέλος με το δάκρυ μου η λέξη πάντα λειώνει.
Αν μπορούσε ο άνθρωπος να σταματά τον χρόνο εγώ την ώρα που γελάς θα σταματούσα μόνο.
Στην αγκαλιά σου έμαθα ήντα θα πει αγάπη και αλάργο σου τα βάσανα τσι πόνους και τα πάθη.
Μόνο εσένα αγαπώ και μ’ άλλη δε σ’ αλλάζω εσένα θέλω να φιλώ εσένα ν’ αγκαλιάζω.
Βασιλικέ αν κάτεχες ποια χέρια σε ποτίζουν έπρεπε τα κλωνάρια σου στον ουρανό να αγγίζουν.
Νερό αθάνατο αν βρω, θα το κρατώ για σένα εγώ δεν πίνω αφού ζωή είσαι εσύ για μένα.
Είσαι μέσα στη σκέψη μου και μέσα στο μυαλό μου παρηγοριά στη μοναξιά ελπίδα στ’ όνειρό μου.
Άμα θα νοιώσεις μοναξιά και πίκρα να σε δέρνει δίνε φτερά στο λογισμό, κοντά μου να σε φέρνει.
Ως τρέμουν τ’ άστρα του ουρανού ώσπου να ξημερώσει τρέμει κι εμέ η καρδούλα μου ότι να σ’ ανταμώσει.
Είσαι για μένα η χαρά το νόημα του κόσμου, ζωή δε θέλω ούτε λεπτό χωρίς εσένα φως μου.
Ρωτήξανε με για να πω κάτι απ’ τη ζωή μου και τα’ όνομα σου εφώναξα μ’ όλη τη δύναμη μου.
Ως σ’ αγαπώ δε σ’ αγαπά η μάνα που σε γέννα αυτή ‘χει κι άλλους ν’ αγαπά μα ‘γω μονάχα εσένα!
Δροσοσταλίδα να μου ‘ναι αγριολούλουδο μου να το περνώ στα φύλλα σου απάνω το καιρό μου.
Εσκέφτηκα να σ’ αρνηθώ μα η καρδιά μου λέει να σ’ αγαπώ και αυτή θα βρει το τρόπο να μη κλαίει.
Μόνο εκείνος π’ αγαπά μπορεί να το πιστέψει πως της αγάπης ο καημός, τη σταματά τη σκέψη.
Ούλα τ’ αστέρια τ’ ουρανού να ‘ναι χαρές για σένα! Κι ούλες οι στάλες τση βροχής, χρόνια ευτυχισμένα!
Χαλάλι σου η σκέψη μου είναι για μένα ξένη. Αιχμάλωτη τα μάθια σου, τη έχουνε πιασμένη.
Να ‘μουν νιφάδα του χιονιού κι ας ζήσω λίγο χρόνο, να κάθομαι στα χείλη σου να με φιλάς να λιώνω!
Κλήμα θα κάνω την καρδιά το μούστο τση να δίνει κι όντε θε να γενεί κρασί η αγάπη μου να πίνει!
Άμα στερέψει η θάλασσα το δω και το πιστέψω, τότε αγάπη στην καρδιά καινούργια θα γυρέψω.
Πίσσα σκοτάδι η σκέψη μου κι άστρο η θύμησή σου κι οι γι ώρες μοσχομύριστες, όντε βρεθώ μαζί σου!
Σκάλα θα γίνω ν’ ανεβείς, γιοφύρι να περάσεις και μονοπάτι να διαβείς, πηγή να ξεδιψάσεις.
Να σε ξεχάσω προσπαθώ, κι άμα το κατορθώσω, σ’ άλλη αγάπη την καρδιά, δεν πρόκειται να δώσω!
Είν’ η αγάπη θύελλα και ξαστεριά και μπόρα. Στη μπόρα κάνε ‘πομονή, στη ξαστεριά προχώρα.
Αν κουραστείς να μ’ αγαπάς, χίλιες φορές μ’ αρνήσου, παρά να μένεις δίπλα μου, χωρίς τη θέλησή σου.
Τσ' αγγέλους σου καμιά φορά, Θεέ μου ανέ μετρήσεις αυτό που λείπει το ‘χω εγώ μα μη μου το στερήσεις.
Πολύ ψηλά στον ουρανό λάμπουνε τα αστέρια, μα το δικό σου συνεχώς λάμπει στα δυο μου χέρια.
Έχει καρδιά που δεν πονεί, γιατί του βράχου μοιάζει λέω τση πως την αγαπώ, μα κείνη δε τη νοιάζει. Άμα σε βγάλει η περασά, απ’ τση καρδιάς το κήπο να κόψεις βιόλες όσες θες να μη σκεφτείς πως λείπω.
Νερό δε σβήνει τη φωθιά π’ άναψες στο κορμί μου πάνω στα χέρια σου κρατάς θάνατο και ζωή μου.
Κι ο Θεός να μου το πει για πάντα να σ’ αφήσω δεν ξαναμπαίνω σ’ εκκλησιά να τόνε προσκυνήσω
Λιάζει την ώρα που γελάς κι όντε δακρύζεις βρέχει κι όντε ξανοίγεις χαμηλά, η μέρα φως δεν έχει.
Πού να τη βρω τη λογική μετά από σένα φως μου που μ’ άφηκε και σου κλουθά στα πέρατα του κόσμου.
Πιο εύκολο μου φαίνεται τ’ αστέρια να μετρήσω παρά τα μάτια σου τα δυο να τα ξελησμονήσω.
Ωσάν τα κρίνα του αγρού που τη βροχή ποθούνε έτσι ποθούν τα μάτια μου τα μάτια σου να δούνε.
Ήλιε μου να μην ξαναβγείς, καθόλου δεν με νοιάζει γιατί έχω την αγάπη μου κι όπου προβάλει λιάζει.
Και συ φεγγάρι μπιστικός τσ’ αγάπης ταχυδρόμος πες της πως θα την αγαπώ, μέχρι να στέκει ο κόσμος.
Ήθελα να ‘μουν θάλασσα και εσύ ποτάμι να ‘σαι να ‘ρχεσαι στην αγκάλη μου μωρό μου να κοιμάσαι.
Όντε περνώ και σε θωρώ στο παραθύρι επάνω, θαρρώ πως είσαι η Παναγιά και το σταυρό μου κάνω.
Θυμήσου μιας γλυκιάς στιγμής στσ’ αυγής την πρώτη φέξη, που μίλησαν τα χείλη μας χωρίς να πούμε λέξη.
Είσαι ο χτύπος τση καρδιάς, είσαι το φως τση μέρας. Είσαι του έρωτα βροχή και του σεβντά αέρας.