Μαντινάδες για τη μοίρα
(Πηγή:http://crete.mmx.gr/mantinades/cat/moira-tyxi-riziko-pepromeno-anaraxo)
Μοίρα μου πήρες το όνειρο και δε μου πόμεινε άλλο
μα είμ’ άθρωπος και δεν μπορώ μαζί σου να τα βάλω.
Δεν ξέρω αν λάθος έκανα και απάντηση δε πήρα
μα αν έκανα, συγχώρεση δώσε μου πάλι μοίρα.
Τα μαύρα ρούχα που φορώ μου τα ‘πεψε η μοίρα
κι ούτε χαρές απ’ τη ζωή ποτέ μου δεν επήρα.
Ο μερακλής λίγη χαρά βρίχνει κοντά στη λύρα,
πίνει, γλεντά και τραγουδά και βλαστημά τη μοίρα.
Η μοίρα ετσά που τα ‘φερε, δεν το ‘λπιζα ποτέ μου,
να σε συναγωνίζομαι στα Πάθη σου Χριστέ μου.
Πες μου σε ό,τι ζήτησες σου ‘πα ποτέ μου όχι
μα φαίνεται να μ’ αγαπάς η μοίρα μου δεν το ‘χει.
Από τα βάθη της καρδιάς μία ευκή θα κάνω
να στρώνει η μοίρα τις χαρές να πορπατείς απάνω.
Κάμε ευχή στον ουρανό και γω θα γίνω αστέρι
να πέσω και ό,τι επιθυμείς η μοίρα να σου φέρει.
Απ’ όταν γίνηκε ο ντουνιάς είναι τση Κρήτης μοίρα
με το ντουφέκι συντροφιά να ζει και με την λύρα.
Ό,τι και να μου ζήτηξες ποτέ δε σου ‘πα όχι,
φαίνεται πως η μοίρα μου να μ’ αγαπάς δεν το ‘χει.
Τα πιο ‘κριβά σου όνειρα η μοίρα να υφαίνει
με χρυσοκέντητη κλωστή και φιλντισένιο χτένι.
Γιάντα βρε μοίρα με χτυπάς μυαλό δεν έχεις βάλει
αφού κατέχεις το δεντρό ίσιο θα στέκει πάλι.
Πρωτομηνιά κι η μοίρα μου πάλι χαρές μου τάζει
ξέρω πως τάζει ψόματα κι αντί χαρές μαράζι.
μα είμ’ άθρωπος και δεν μπορώ μαζί σου να τα βάλω.
Δεν ξέρω αν λάθος έκανα και απάντηση δε πήρα
μα αν έκανα, συγχώρεση δώσε μου πάλι μοίρα.
Τα μαύρα ρούχα που φορώ μου τα ‘πεψε η μοίρα
κι ούτε χαρές απ’ τη ζωή ποτέ μου δεν επήρα.
Ο μερακλής λίγη χαρά βρίχνει κοντά στη λύρα,
πίνει, γλεντά και τραγουδά και βλαστημά τη μοίρα.
Η μοίρα ετσά που τα ‘φερε, δεν το ‘λπιζα ποτέ μου,
να σε συναγωνίζομαι στα Πάθη σου Χριστέ μου.
Πες μου σε ό,τι ζήτησες σου ‘πα ποτέ μου όχι
μα φαίνεται να μ’ αγαπάς η μοίρα μου δεν το ‘χει.
Από τα βάθη της καρδιάς μία ευκή θα κάνω
να στρώνει η μοίρα τις χαρές να πορπατείς απάνω.
Κάμε ευχή στον ουρανό και γω θα γίνω αστέρι
να πέσω και ό,τι επιθυμείς η μοίρα να σου φέρει.
Απ’ όταν γίνηκε ο ντουνιάς είναι τση Κρήτης μοίρα
με το ντουφέκι συντροφιά να ζει και με την λύρα.
Ό,τι και να μου ζήτηξες ποτέ δε σου ‘πα όχι,
φαίνεται πως η μοίρα μου να μ’ αγαπάς δεν το ‘χει.
Τα πιο ‘κριβά σου όνειρα η μοίρα να υφαίνει
με χρυσοκέντητη κλωστή και φιλντισένιο χτένι.
Γιάντα βρε μοίρα με χτυπάς μυαλό δεν έχεις βάλει
αφού κατέχεις το δεντρό ίσιο θα στέκει πάλι.
Πρωτομηνιά κι η μοίρα μου πάλι χαρές μου τάζει
ξέρω πως τάζει ψόματα κι αντί χαρές μαράζι.