Εισαγωγή
Η λαογραφία σαν επιστήμη γεννιέται τον 19ο αιώνα και κινείται παράλληλα με την έννοια έθνος. Είναι η εποχή που οι μεγάλες πολιτισμικές αυτοκρατορίες καταρρέουν και ιδρύονται τα εθνικά κράτη. Αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη δημιουργία κράτους είναι η καλλιέργεια ,η δημιουργία και η ανάπτυξη εθνικής συνείδησης καθώς η ανεύρεση αποδεικτικών ιστορικών στοιχείων και πηγών που να μαρτυρούν μια συνεχή χρονική συνέχεια. Η Λαογραφία σαν επιστήμη αναλαμβάνει να ξεκαθαρίσει και να φιλτράρει τα αυθεντικά λαογραφικά και εθνικά στοιχεία από τις επιρροές από άλλους λαούς.
Τον 19ο αιώνα οι Έλληνες λόγιοι βρέθηκαν στη δυσάρεστη θέση να προσπαθούν να αντικρούσουν τις κατηγορίες του αυστριακού ιστορικού Φαρμεράγιερ που στο το δίτομο έργο του « Ιστορία της χερσονήσου του Μορέως κατά το Μεσαίωνα», υποστήριζε ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός είχε παύσει να υπάρχει από τα μέσα της πρώτης χιλιετίας. Υποστήριζε ακόμη ότι οι Νεοέλληνες δεν ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Η κατηγορία αυτή έθιξε βαθύτατα τους Έλληνες , καθώς η έννοια του έθνους στηριζόταν στην πίστη ότι εκείνο που μας ενώνει με τους αρχαίους Έλληνες είναι το «κοινό αίμα». Καθώς αυτό δεν μπορούσε να αποδειχθεί επιστημονικά με τη βοήθεια της χημείας και της βιολογίας ,το βάρος έπεσε στο επίπεδο του πολιτισμού.
Ο Νικόλαος Πολίτης ,ο ιδρυτής της επιστημονικής Λαογραφίας στην Ελλάδα πίστευε ότι λαογραφικά στοιχεία που διατηρούνται υπάρχουν στην ύπαιθρο στις αγροτικές περιοχές της Ελλάδας. Έτσι εκμεταλλευόμενος και το κύρος της θέσης του στο Υπουργείο Παιδείας στέλνει εγκύκλιο σε όλα τα επαρχιακά σχολεία και ζητά από τους δασκάλους να συλλέξουν και να καταγράψουν υλικό που σχετίζεται με τη λαϊκή μας παράδοση. Ως λαϊκή παράδοση ο Πολίτης στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Λόγος ορίζει όλα τα στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού: 1) τα μνημεία του λόγου και 2) οι κατά παράδοσιν πράξεις και ενέργειες, όπου και εντάσσονται κεφάλαια όπως η κατοικία, τα έπιπλα κα σκεύη, η τροφή, η κόμμωση(=χτένισμα) και ο καλλωπισμός, τα επαγγέλματα, τα οποία μάλιστα χαρακτηρίζονται ως «βάναυσοι τέχναι"(= σκληρές, χειρωνακτικές τέχνες).
Ένα από τα βασικά συστατικά της παράδοσής μας είναι και το δημοτικό τραγούδι.Σε αρκετές αγροτοκτηνοτροφικές περιοχές με ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτισμική ομοιογένεια , το δημοτικό τραγούδι δεν έπαψε ως τις μέρες μας να αποτελεί οργανικό στοιχείο της παραδοσιακής λαϊκής μας κουλτούρας. Ορισμένες μάλιστα κατηγορίες τραγουδιών εξακολουθούν να διατηρούν το λειτουργικό τους ρόλο μέσα στην παραδοσιακή κοινωνία.
Από τον περασμένο αιώνα ,που αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον για τη λαϊκή ποίηση , το δημοτικό τραγούδι αντιμετωπίστηκε από πολλούς ερευνητές ως τραγούδι εθνικό : «ελληνικά δημοτικά τραγούδια» , « τραγούδια του ελληνικού λαού » , « τραγούδια των Ελλήνων » είναι η ορολογία που χρησιμοποιήθηκε.
Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα επικράτησαν κατά καιρούς τάσεις απομάκρυνσης από τα πρότυπα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού και από τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις ( χορούς – τραγούδια ) με ταυτόχρονη μίμηση ξένων προτύπων , ευρωπαϊκών ή αμερικάνικων , οι τάσεις αυτές αποδείχτηκαν περιστασιακές , καθώς σε κάθε κρίσιμη ιστορική καμπή διαπιστώνεται μια επιστροφή και συσπείρωση της πλειοψηφίας του λαού γύρω από την παράδοση και τις αξίες της.
Ανάμεσα στα είδη της λαϊκής ποίησης αυτό που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στις νέες διαφοροποιημένες συνθήκες και ταυτόχρονα την αδιάσπαστη συνέχεια της παράδοσης είναι η μαντινάδα , το δημοτικό δίστιχο , είδος με πανελλήνια διάδοση αλλά με ιδιαίτερη επίδοση σε ορισμένες περιοχές όπως η Κρήτη , η Κύπρος , η νησιώτικη Ελλάδα και η Θράκη.
Βιβλιογραφία:
«Λαογραφία : Παραδοσιακός Πολιτισμός » Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
«Η Κρητική Μαντινάδα , Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος » πεπραγμένα Συνεδρίου , Δήμος Ακρωτηρίου , Κουνουπιδιανά 4 – 5 Αυγούστου 2001
«Μαντινάδες , Λογότυπα ή αυθεντικές δημιουργίες , Ελευθερία Γιακουμάκη » πεπραγμένα Συνεδρίου , Δήμος Ακρωτηρίου , Κουνουπιδιανά 4 – 5 Αυγούστου 2001
«Η Γλώσσα της κρητικής μαντινάδας , Χριστόφορος Χαραλαμπάκης » πεπραγμένα Συνεδρίου , Δήμος Ακρωτηρίου , Κουνουπιδιανά 4 – 5 Αυγούστου 2001
Από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα επικράτησαν κατά καιρούς τάσεις απομάκρυνσης από τα πρότυπα του παραδοσιακού λαϊκού πολιτισμού και από τις καλλιτεχνικές του εκφράσεις ( χορούς – τραγούδια ) με ταυτόχρονη μίμηση ξένων προτύπων , ευρωπαϊκών ή αμερικάνικων , οι τάσεις αυτές αποδείχτηκαν περιστασιακές , καθώς σε κάθε κρίσιμη ιστορική καμπή διαπιστώνεται μια επιστροφή και συσπείρωση της πλειοψηφίας του λαού γύρω από την παράδοση και τις αξίες της.
Ανάμεσα στα είδη της λαϊκής ποίησης αυτό που παρουσιάζει τη μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα στις νέες διαφοροποιημένες συνθήκες και ταυτόχρονα την αδιάσπαστη συνέχεια της παράδοσης είναι η μαντινάδα , το δημοτικό δίστιχο , είδος με πανελλήνια διάδοση αλλά με ιδιαίτερη επίδοση σε ορισμένες περιοχές όπως η Κρήτη , η Κύπρος , η νησιώτικη Ελλάδα και η Θράκη.
Βιβλιογραφία:
«Λαογραφία : Παραδοσιακός Πολιτισμός » Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.
«Η Κρητική Μαντινάδα , Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος » πεπραγμένα Συνεδρίου , Δήμος Ακρωτηρίου , Κουνουπιδιανά 4 – 5 Αυγούστου 2001
«Μαντινάδες , Λογότυπα ή αυθεντικές δημιουργίες , Ελευθερία Γιακουμάκη » πεπραγμένα Συνεδρίου , Δήμος Ακρωτηρίου , Κουνουπιδιανά 4 – 5 Αυγούστου 2001
«Η Γλώσσα της κρητικής μαντινάδας , Χριστόφορος Χαραλαμπάκης » πεπραγμένα Συνεδρίου , Δήμος Ακρωτηρίου , Κουνουπιδιανά 4 – 5 Αυγούστου 2001